αμετάλλακτος

αμετάλλακτος
και -χτος, -η, -ο (Α αμετάλλακτος, -ον, Ν και -αγος, -η, -ο) [μεταλλάσσω]
αυτός που δεν αλλάζει μορφή, αμετάβλητος, αναλλοίωτος
Ι νεοελλ.
1. αυτός που δεν άλλαξε μορφή
2. σταθερός, ανένδοτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀμετάλλακτον — ἀμετάλλακτος unchanging masc/fem acc sg ἀμετάλλακτος unchanging neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετάλλακτα — ἀμετάλλακτος unchanging neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”